γογγυλοειδής

γογγυλοειδής
-ές (Α γογγυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γογγυλιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γογγυλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με γογγύλη, σφαιρικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γογγυλοειδεῖς — γογγυλοειδής roundish masc/fem acc pl γογγυλοειδής roundish masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγυλοειδῶς — γογγυλοειδής roundish adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγυλώδης — γογγυλώδης, ες (Μ) ο γογγυλοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”